Όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια ακούμε θέματα που σχετίζονται με τη διατροφή ...
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του παιδιού με ΔΕΠ-Υ και η διάκρισή του από το ζωηρό παιδί
Η αυξημένη κινητικότητα και η ενεργητικότητα είναι χαρακτηριστικά των παιδιών, ιδιαίτερα αυτών της προσχολικής ηλικίας, τα οποία βρίσκονται σε μια διαδικασία εξερεύνησης του περιβάλλοντος και μια διαρκή αναζήτηση νέων ερεθισμάτων. Η φυσιολογική αυτή αυξημένη κινητικότητα, η οποία είναι εξάλλου απαραίτητη για την ομαλή τους ανάπτυξη, καθώς συντελεί στην απόκτηση κοινωνικών και άλλων εμπειριών, παρατηρείται στην πλειοψηφία των παιδιών και δεν αποτελεί λόγο προβληματισμού ή ανησυχίας.
Ωστόσο, όταν η κινητικότητα και η απροσεξία, υπερβαίνουν κάποια όρια και συνεχίζονται και σε άλλες ηλικιακές περιόδους, τότε η γενική εικόνα του παιδιού έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται δυσλειτουργική τόσο για το ίδιο όσο και για τους γύρω του.
Πολλές φορές γονείς και εκπαιδευτικοί ερμηνεύουν τις συμπεριφορές των παιδιών με διάφορους τρόπους δίνοντας διαφορετικές ερμηνείες. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει η τάση να δικαιολογείται η αυξημένη ενεργητικότητα των παιδιών, αποδίδοντάς την στη μικρή ηλικία του παιδιού ή ακόμη ενισχύοντας την ομοιότητα αυτής της συμπεριφοράς με αυτή του γονέα σε αντίστοιχη ηλικία. Επομένως, χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή στο πως θα ερμηνεύσει ο γονέας ή ο εκπαιδευτικός αυτή την συμπεριφορά του παιδιού η οποία συχνά θα προσδιορίσει και τον τρόπο αντιμετώπισης (Maniadaki et al., 2006, 2007).
Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ)
Η Διαταραχή της Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ), είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή η οποία εμφανίζεται πολύ πρώιμα, συνήθως κατά τη νηπιακή ηλικία (Kaplan & Sadock, 1991). Είναι η πιο κοινή διαταραχή της παιδικής ηλικίας (Ρούσσου, 1988) και από τις πλέον μελετημένες, επειδή παρουσιάζει σημαντική αρνητική επίδραση σε πολλούς τομείς της λειτουργικότητας του παιδιού και προκαλεί επίμονες και μακροπρόθεσμες συνέπειες τόσο στο ίδιο και την οικογένειά του όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον.
Το DSM-IV περιγράφει τρεις υποκατηγορίες της διαταραχής όπως : α) ο «απρόσεκτος» τύπος με κυρίαρχα τα συμπτώματα της απροσεξίας, β) «υπερκινητικός – παρορμητικός» τύπος όπου κυρίαρχα είναι τα αντίστοιχα συμπτώματα, και γ) ο «συνδυασμένος» τύπος όταν εξίσου έντονα είναι τα συμπτώματα απροσεξίας και υπερκινητικότητας – παρορμητικότητας (American Psychiatric Association, 1994).
Που οφείλεται η ΔΕΠ-Υ;
Μέσα από τα ερευνητικά δεδομένα φαίνεται πως δεν έχει αποσαφηνιστεί εάν η γένεση της ΔΕΠ-Υ οφείλεται σε μια μόνο αιτία. Αναφέρονται διάφοροι αιτιολογικοί παράγοντες και ο πιθανός συνδυασμός τους είναι αυτός που δημιουργεί τη διαταραχή. Ωστόσο, οι περισσότερες έρευνες υποστηρίζουν ως αιτιολογία του συνδρόμου ΔΕΠ-Υ, νευρολογικούς και γενετικούς παράγοντες.
Επιπροσθέτως, από τις ψυχοκοινωνικές θεωρίες, φαίνεται πως η ιδιοσυγκρασία του παιδιού φαίνεται να παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του συνδρόμου, οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια, το χαμηλό μορφωτικό – οικονομικό επίπεδο της οικογένειας.
Ποια είναι η κλινική εικόνα ενός παιδιού με ΔΕΠ-Υ;
Σε κάθε περίπτωση η τριάδα «απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα», αποτελεί τη βάση της ΔΕΠ-Υ και τα πρωτογενή συμπτώματα της διαταραχής. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την κλινική εικόνα του παιδιού, όπως είναι το φύλο, η ηλικία του καθώς επίσης το περιβάλλον της οικογένειας και οι συνθήκες στις οποίες εμφανίζονται τα συμπτώματα. Ένας άλλος παράγοντας, είναι το ποσοστό και το εύρος των συμπτωμάτων που ποικίλλουν από παιδί σε παιδί. Για παράδειγμα, κάποια παιδιά είναι κυρίως παρορμητικά ή υπερκινητικά, με σχετικά καλή προσοχή, και άλλα παρουσιάζουν προβλήματα στην προσοχή ενώ η κινητικότητα τους μπορεί να είναι μειωμένη. Άλλα μπορεί να έχουν σοβαρή δυσκολία συγκέντρωσης και προσοχής στην τάξη, άλλα να είναι υπερκινητικά στο σπίτι.
Πώς διακρίνουμε ένα παιδί με Δ.Ε.Π.-Υ. από ένα ζωηρό παιδί;
Σε γενικές γραμμές, η Δ.Ε.Π.-Υ. χαρακτηρίζεται από τρία βασικά είδη συμπτωμάτων: τα οποία σχετίζονται με την ικανότητα συγκέντρωσης και διατήρησης της προσοχής (απροσεξία), την κινητικότητα (υπερκινητικότητα), και την ικανότητα αναστολής των αυθόρμητων αντιδράσεων (παρορμητικότητα).
Μία βασική λοιπόν διαφορά των παιδιών με Δ.Ε.Π.-Υ αφορά την ικανότητα και τον βαθμό ελέγχου της κινητικής δραστηριότητας. Ένα ζωηρό παιδί έχει την ικανότητα να ασκήσει ικανοποιητικό έλεγχο στην κινητικότητά του και να την μειώσει όταν υπάρξει ανάγκη. Αντίθετα, ένα παιδί με Δ.Ε.Π.-Υ δυσκολεύεται πολύ να παραμείνει ήσυχο, ακόμη και σε περιπτώσεις που γνωρίζει ότι αυτό επιβάλλεται, όπως για παράδειγμα, στο πλαίσιο του σχολείου. Το παιδί με ΔΕΠ-Υ, τρέχει, σκαρφαλώνει και πηδά, ενώ πέφτει και χτυπά σε συχνότητα μεγαλύτερη από τα άλλα παιδιά, καθώς είναι ιδιαίτερα τολμηρό. Διαρκώς ασχολείται με κάτι και είναι ιδιαίτερα θορυβώδες και προκαλεί αναστάτωση στον χώρο όπου κινείται. Όταν τελικά καταφέρνει να παραμείνει ήσυχο, η διάρκεια της μειωμένης κινητικότητάς του είναι ιδιαίτερα σύντομη.
Μία επιμέρους διάκριση, αφορά την ποιότητα της κινητικότητας. Συνήθως, τα παιδιά με Δ.Ε.Π.-Υ παρουσιάζουν αδεξιότητα τόσο στο επίπεδο της αδρής όσο και στο επίπεδο της λεπτής κινητικότητας (κάνουν ζημιές, πέφτουν εύκολα κάτω, δυσκολεύονται στο κούμπωμα των κουμπιών, στα καλλιτεχνικά, κ.ά.), σε αντίθεση με τα ζωηρά παιδιά που σπάνια αντιμετωπίζουν τέτοιες δυσκολίες.
Η αυξημένη αυτή κινητικότητα συχνά παραμένει και κατά την διάρκεια του ύπνου, ο οποίος είναι συνήθως ολιγόωρος και ανήσυχος. Πολλές φορές τα παιδιά στριφογυρίζουν κατά τη διάρκεια του ύπνου τους, κάτι το οποίο δεν παρουσιάζεται στα ζωηρά παιδιά.
Επιπλέον βασικό χαρακτηριστικό των παιδιών με Δ.Ε.Π.-Υ, είναι η αδυναμία συγκέντρωσης. Τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται να διατηρήσουν την προσοχή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, εκτός εάν η δραστηριότητα τους κεντρίζει το ενδιαφέρουν ή έχουν πολύ υψηλό κίνητρο. Η προσοχή τους διασπάται εύκολα, τόσο από εξωτερικά ερεθίσματα όσο και από τις ίδιες τους τις σκέψεις, ιδιαίτερα όταν εκτελούν πνευματικές εργασίες. Δυσκολεύονται να ακολουθήσουν οδηγίες και κανόνες, με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουν στην ολοκλήρωση δραστηριοτήτων ή επίλυση ασκήσεων που απαιτούν μία ακολουθία βημάτων για την εκτέλεσή τους. Κουράζονται και βαριούνται εύκολα και εναλλάσσουν συχνά δραστηριότητες καθώς η έλλειψη υπομονής και επιμονής είναι κάτι που επίσης τα χαρακτηρίζει. Τέτοιες συμπεριφορές δεν απαντώνται το ίδιο συχνά στα ζωηρά παιδιά ίδιας ηλικίας.
Συναφής με την διάσπαση προσοχής είναι και η έλλειψη οργάνωσης των παιδιών με ΔΕΠ-Υ. Συχνά χάνουν πράγματα, φαίνονται αφηρημένα και δίνουν την εντύπωση ότι ξεχνούν πολύ εύκολα, ενώ οι εργασίες τους είναι ακατάστατες, ανολοκλήρωτες και γεμάτες απροσεξίες.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των παιδιών αυτών είναι η παρορμητικότητα, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό σύμπτωμα των παιδιών με Δ.Ε.Π.-Υ. Τα παιδιά αυτά έχουν την τάση να μιλούν και να ενεργούν αυθόρμητα, είναι ανυπόμονα και απαιτούν την άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών τους, με αποτέλεσμα να γίνονται συχνά ενοχλητικά και να παραβιάζουν κανόνες και οδηγίες. Είναι συνήθως ευερέθιστα και οξύθυμα, με έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, δυσανάλογες προς την αιτία που τις προκάλεσε, ενώ συνήθως διακρίνονται από προκλητική και αντιδραστική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να παρατηρείται αυξημένο ποσοστό προβλημάτων συμπεριφοράς στα παιδιά αυτά σε σχέση με τους απλώς ζωηρούς συνομηλίκους τους.
Ένα επιπρόσθετο πρόβλημα που συναντάται συχνά στα παιδιά με Δ.Ε.Π.-Υ. και που συχνά αποτελεί την αφορμή για την παραπομπή σε ειδικό και την διάγνωση της διαταραχής, είναι η διαταραχή του λόγου και της ομιλίας. Σε ένα σημαντικό ποσοστό παρατηρείται καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, ενώ όταν τελικά αυτός κατακτηθεί, μπορεί να παρατηρηθούν προβλήματα στην άρθρωση και τη σύνταξη, κάτι που δεν παρατηρείται συνήθως στα ζωηρά παιδιά.
Εν κατακλείδι, είναι απαραίτητο να είμαστε αρκετά προσεκτικοί όταν μιλάμε για ένα παιδί με ΔΕΠ-Υ σε σχέση με ένα ζωηρό παιδί. Έχοντας σωστή ενημέρωση για τις εκάστοτε δυσκολίες, θα πρέπει παράλληλα να γνωρίζουμε πως το άτομο που θα αξιολογήσει το παιδί με τον κατάλληλο τρόπο, είναι μόνο ο ειδικός. Σημειώνουμε επίσης, ότι η πορεία και τα χαρακτηριστικά της εκάστοτε αναπτυξιακής περιόδου της ΔΕΠ-Υ, δεν είναι πάντα προκαθορισμένα. Αυτό συμβαίνει διότι η διαταραχή διαφέρει από παιδί σε παιδί τόσο ιδιοσυγκρασιακά όσο και περιβαλλοντικά και η εξέλιξή της καθορίζεται από το πόσο θα βελτιωθούν τα ελλείμματα που θα παρουσιάσει το παιδί και θα μεταβεί στην επόμενη ηλικιακή περίοδο ομαλά.
Ολόκληρο το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Υγεία – Ευεξία», Τεύχος 77, Άνοιξη 2012.